καστρινός

καστρινός
-ή, -ό [κάστρο]
1. καστρίτης, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί μέσα σε κάστρο
2. (ως εθν. επίθ.) Καστρινός, -ή
κάτοικος τού Κάστρου, τής πόλης τού Ηρακλείου Κρήτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καστελάνος — καστελλάνος, ὁ (Μ) 1. ο κάτοικος τού καστελιού, τού μικρού κάστρου 2. ο διοικητής τού καστελιού*, ο φρούραρχος 3. (ως τιμητικός τίτλος) πυργοδεσπότης 4. διοικητής, έπαρχος 5. πυργοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellanus «καστρινός» (<… …   Dictionary of Greek

  • συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθάκης — Όνομα με το οποίο είναι κυρίως γνωστός o Κρητικός Κουγιουμτόπουλος ή Καστρινός Θεοχάρης, αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Χερσόνησο. Το 1825 και το 1827 ήταν πληρεξούσιος της Κρήτης στην Εθνική Συνέλευση. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στο …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξωμάχος — ο αυτός που εργάζεται έξω στους αγρούς, ο αγρότης (σε αντιδιαστολή με τα παζαρίτης, καστρινός): Και το σύνολον του, από τα πόδια έως την κορφή, δείχνει πολύπαθον εξωμάχο (Α. Καρκαβίτσας). ξωμάχος ο αυτός που εργάζεται στα χωράφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”